- έρυμα
- ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)]1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.)2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ.β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)3. κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση, κατάχρηση («παῑδας, ἔρυμα δώμασι», Ευρ.)αρχ.1. τείχος πόλης, κάστρο («ἔρυμα Τρώων»)2. φρ. «ἔρυμα χώρας» — για τον Άρειο Πάγο.
Dictionary of Greek. 2013.