έρυμα

έρυμα
ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)]
1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.)
2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ.
β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)
3. κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση, κατάχρηση («παῑδας, ἔρυμα δώμασι», Ευρ.)
αρχ.
1. τείχος πόλης, κάστρο («ἔρυμα Τρώων»)
2. φρ. «ἔρυμα χώρας» — για τον Άρειο Πάγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔρυμα — fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρυμ' — ἔρυμα , ἔρυμα fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμάτων — ἔρυμα fence neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμας — Ἐρύμᾱς , Ἐρύμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμασι — Ἐρύμᾱσι , Ἐρύμας masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύμασι — ἔρυμα fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύμασιν — Ἐρύμᾱσιν , Ἐρύμας masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύμασιν — ἔρυμα fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύματα — ἔρυμα fence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύματι — ἔρυμα fence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”